- πηξιθάλαττα
- πηξῐθάλαττα [θᾰ], ἡ,A she that freezes the sea, Com.Adesp.1118.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηξιθάλαττα — she that freezes the sea fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηξιθάλαττα — ἡ, Α (για γυναίκα με πανουργία) αυτή που μπορεί να πήξει ακόμη και τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < πήξις + θάλαττα] … Dictionary of Greek